γεμιστούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμιστούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεμιστούρα ἡ, Πόρ. γιμ’στούρα Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεμιστὴς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούρα.
Σημασιολογία
1)Ἡ πλήρωσις, πληρότης Πόρ.: Τὸ φεγγάρι ὕστερα ἀπὸ δυˬὸ μέρες ἔχει γεμιστούρα (γίνεται πανσέληνος). 2) Ὄργανον δι’ οὗ γεμίζουσι διάφορα σκεύη Ζαγόρ. Συνών. γεμωστήρα, κάλυκας, μέτρα, σούμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA