ἀναλυμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλυμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναλυμὸς ὁ, Δ.Κρἡτ. ἀνα’μὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνελυμός Α.Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναλύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Καύσων ὑπερβολικὸς (ὡς οἱονεὶ ἀναλύων, τήκων τὰ πάντα) Ἤπ. (Ζαγόρ.): Σήμιρα εἶνι ἀνα’μός. 2) Ἐκτύλιξις πράγματός τινος, εἰδικώτερον δὲ ἐκτύλιξις νήματος ἐκ τῆς ἀτράκτου καὶ μεταφορὰ εἰς τὸ τυλιγάδι Κρήτ. (Σητ. κ. ἀ.): Αἰνίγμ. ’Ανελύω τὴ ζώνη μου κιˬ ἀνελυμό δὲν ἔχει (ὁ μακρός δρόμος) Σητ. Ἡ κακή ἀνυφαντοῦ ἀναλεῖ ἀναλεῖ κιˬ ἀναλυμὸ δέν ἔχει (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κρήτ. Συνών. ἀνάλυμα 3, ἀντίθ. ἀνάλεμα, ἀναλεμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/