ἀναλυˬούου

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλυˬούου

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναλυˬούου Τσακων. ἀναλυˬούχου Τσακων.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ ρ. ἀναλύω. Πβ. HPernot Dial. tsakon. 315. Κατὰ ΜΔέφνερ Λεξ. 21 ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνειλέω.

Σημασιολογία

Μαζεύω τὸ νῆμα ἀπὸ τὸ άδράχτι εἰς τὸ τυλιγάδι: Δῖ μι τὸν ἀκυία ν’ ἀναλυˬούτσου τὰν κωνά (δῶσε μου τὸ τυλιγάδι νὰ τυλιγαδιάσω τὴν κλωνήν, δηλ. τὸ νῆμα). Συνών. ἀγκουφίζω, ἁλυσιδιˬάζω 1, γλυτηριˬάζω, τυλιγαδιˬάζω. Πβ. ἀναλύω Α5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/