βουναράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουναράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουναράκι τό, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βουνάρι διὰ τῆς καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

Βουνάκι, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Τὸ χωριδάκι τὸ φτωχὸ ποῦ κρέμεται 'ς τὸ βουναράκι 'πάνω ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 55 Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀνέβαινε ἀψηλὰ 'ς τὰ βουναράκιˬα τοῦ χωριˬοῦ του νὰ βλέπῃ τὴ θάλασσα ΓΨυχάρ. Ζωὴ κι ἀγάπ. 7.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/