γεμοθαλασσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμοθαλασσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεμοθαλασσιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. γιˬομοθαλασσιˬὰ Γ.Ψυχάρ., Ζωὴ κι ἀγάπ., 31.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γέμος καὶ θάλασσα. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ εἰς -ιˬὰ ὀνόμ. Πβ. ἀγριˬοθαλασσιˬά, ἀκροθαλασσιˬά, ἀποθαλασσιˬά, πλήμμη, φουσκοθαλασσιˬά.
Σημασιολογία
Ἡ πλημμυρίς: Λογάριˬασαν οἱ συντρόφοι πὼς ἔπρεπε ν’ ἀποθέσουνε τὰ πράματα ὅσο πιˬὸ παράμερα μποροῦσανε πρὸς τὰ χώματα, μολονότι, σὰν κατεβήκανε, ἦταν, ἐννοεῖται γιˬομοθαλασσιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA