ἀναμαδεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμαδεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμαδεύω, ἀναμαεύω Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. μαδεὐω < ὁμαδεύω.
Σημασιολογία
Περισυνάγω τι: ᾊσμ. Πουλλάκι εἶχα ΄ς τὸ κλουβί κ’εἶχα το μερωμένο………………………………………….. μ-μ’ ἀπόψ’ ᾽ὲν ἐκιλάησε, βγῆκε καὶ ξώμεινἐν μου, ξενιτευτῶ θέλω κ᾽ ἐγιˬώ γιˬὰ νὰ τ’ ἀναμαέψω. Συνών. ἀναμαζεύω Α1, συμμαζεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA