γεμωστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμωστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεμωστὸς ἐπίθ. Κρήτ. (Σητ.) γιμωστὸς Εὔβ. (Βρύσ.) Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεμώνω.
Σημασιολογία
1)Γεμιστὸς 1, ὃ ἰδ., Σκῦρ.: ᾎσμ. Ἀλέξαντρος ὁ βασιλιˬάς, ὁπού ’ναι ’ς τὴ Φιλάντρα, ποὺ βάνει μπάλλες γιμωστοὶ τσαὶ μπάλλες ἀσημένιˬοι τσαὶ παλληκάριˬα τοῦ σπαθιˬοῦ-ν-ἀμέτρητες χιλιάδες. 2)Γεμιστὸς 2, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Βρύσ.) Κρήτ. (Σητ.): Μελιτζάνες γιμωστὲς Βρύσ. Φέρετε ὄρνιθες γεμωστὲς Σητ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA