βουνήσιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνήσιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βουνήσιˬος ἐπίθ. κοιν. βουνήιˬος Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) κ.ἀ. βουνήσιˬους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. β’νήσιˬους βόρ. ἰδιώμ. βουνήσκιˬος Σίφν. β’νήσκιους Μακεδ. (Βελβ.) βουνήσος πολλαχ. β’νήσους Β.Εὔβ. Λέσβ. βουνούσος Σύμ. Χίος β’νήσες Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουνὸ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ήσιˬος.
Σημασιολογία
A) Ἐπιθετικ. 1) Ὀρεινὸς κοιν. : Βουνήσιˬος ἄνθρωπος. Βουνήσιˬα γυναῖκα. Βουνήσιˬα πέρδικα. Βουνήσιˬο πουλλί. Βουνήσιˬα λουλούδιˬα. Βουνήσιˬα χωριˬά Βουνήσιˬα σταφίδα κοιν. Βουνήσιˬα ψάριˬα (τὰ διαιτώμενα εἰς τοὺς βραχώδεις αἰγιαλοὺς λίμνης) Μακεδ. (Καστορ.) Βουνήσιˬα νύχτα (ἡ νύχτα τὴν ὁποίαν διέρχεταί τις εἰς τὸ βουνὸν) ΠΝιρβάν. Ἀγριολούλ. 236 ‖ Φρ. Βουνήσιˬο κόκκαλο (ἐπὶ ἀνθρώπου εὐρώστου, συνών. φρ. παλα͜ιὸ κόκκαλο) κοιν. Βουνήσιˬο πρᾶμα (ἐπὶ θαλεροῦ γυναικείου σώματος) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνών. βουνιˬάτικος. 2) Μεταφ. ἀγροῖκος, ἀπαίδευτος κοιν. βουνίτης. Β) Οὐσ. 1) Μέγας κοχλίας Χίος. Συνών. βουνίτης 2, βουνούσις. 2) Οὐδ. πληθ., εἶδος σταφυλῶν Ρόδ. 3) Οὐδ. πληθ. εἶδος σύκων Σύμ. Πβ. βουνιˬάτης, βουνιˬάτικος, βουνίτης, βουνιˬώτης, βουνιˬώτικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA