βουνὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουνὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουνὶ τό, βουνὶν Καππ. Κάρπ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ.(Τραπ.) βουνὶ σύνηθ. καὶ Καλαβρ.(Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σίλ.) βουιˬνὶ Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ. Φλογ.) Μακεδ. (Φλόρ) β’νὶ Β.Εὔβ. Ἤπ. Ἴμβρ. Μακεδ. Πάρ. (Λεῦκ.) Σαμοθρ. Σκῦρ. κ.ἀ. 'ουνὶν Κάρπ. 'ουνὶ Κάρπ. Κάσ. Τῆν. γουνὶ Ἰων. (Κρήν.) Ρόδ. Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βουνίν, ὃ ἐκ τοῦ παρ. Ἡσυχ. βουνίον (γλῶσσ. ἀνὰ βουνὸν).

Σημασιολογία

Ὄρος ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Ἔχω καρdιˬὰν βουνὶ (ἔχω μεγάλην ὑπομονὴν) Ρόδ. || Παροιμ. Θυμών-νει ὁ λαὸς μὲ τὸ βουνί, μ’ ἔχει καὶ τὸ βουνὶ χαπάρι; (ἐπὶ τοῦ ματαίως ἀπειλοῦντος ἰσχυρότερόν του. λαός=λαγὸς) Ρόδ. || Αἰνίγμ. Ἐπὰ βουνὶ κ᾿ ἐκεῖ βουνὶ | καὶ μέσα κόρη κελαηδεῖ (ἡ κρεββαταριά, ὁ ἀργαλειὸς) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’Ποτεῖ βουνίν ᾿ποδῶ βουνὶν | ταὶ μέσα δράκου ἡ φωνὴ (τὸ ὅπλον) Κύπρ. ‖ ᾌσμ. Νὰ πάρω τὰ ὄρη, τὰ ᾿ουνιˬά, τὰ δάση, τὰ λαγκάδιˬα Κάρπ. Πολλὰ 'ουνιˬὰ μαλώνουσι καὶ ᾿υˬὸ ὄρη συνερίζουν ('υˬὸ=δυὸ) αὐτόθ. Συνών. βουνό. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουνὶν Ἀμοργ. Κύπρ. Βουνὶ Ἄνδρ. Ζάκ. Κεφαλλ. Λευκ. Νίσυρ. Πελοπν. (Γορτυν. Κόκκιν. Μάν.) Σίφν. Β’νὶ Σκῦρ. Βουνιˬὰ (τὰ) Ἄνδρ. Πάρ. Σίφν. 'Ουνιˬὰ Κάρπ. Γουνιˬὰ Κύπρ. (Πάφ.) Ἄσπρο Βουνὶ Νάξ. (Βόθρ.) Σίφν. Δυˬὸ ᾽Ουνιˬὰ Κάρπ. Κάτω Βουνὶ Νίσυρ. Κότσινο Βουνὶ Κάρπ. Μαῦρο Βουνὶ Σίφν. Μέγα Βουνὶ καὶ Μικρὸ Βουνὶ Σαμοθρ. Πέρα βουινίν Κύπρ. Στραβὰ Βουνιˬά Σίφν. Φαλακρὸ Βουνὶ Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/