βουνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουνιˬὰ ἡ, βωνία Καπ. (Φερτ.) βουνιˬὰ σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) βουν-νιˬὰ Κύπρ. βουιˬνιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Κοζ. Σιάτ. Σισάν.) βουνία Τσακων. βουιˬνία Τσακων. βουσνιˬὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) β’νιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. 'ουνιˬὰ Κάσ. 'ουν-νιˬὰ Χίος (Ἔλατ.) βουιˬνὲ Κρήτ. σβουνιˬὰ σύνηθ. σβωνιˬὰ Πελοπν. (Βασαρ.) σβ’νιˬὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀσβουνιˬὰ Πελοπν. (Καλάμ. Λογγ. Μεσσ. Παππούλ.) Τριφυλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βοὼν (στάβλος βοῶν) διὰ τῶν μεταβατικῶν τύπων βοωνία-βωνία-βωνιˬά. Ἰδ. Κορ. Ἄτ. 4, 59. Πβ. καὶ *βορβιθωνία. Εἰς τὸν τύπ. σβουνιˬὰ προσεκολλήθη τὸ σ ἐκ τῆς γενικ. τῆς βουνιᾶς.

Σημασιολογία

Ἡ κόπρος τοῦ βοὸς σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φερτ.) Τσακων., ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ἄλλων ζῴων, οἷον ἵππου Μακεδ. (Σιάτ.), βοσκημάτων ἐν γένει Κεφαλλ. : Φρ. Κάθιτι σὰν τὴ β᾿νιˬὰ (ἐπὶ ὀκνηροῦ) Μακεδ. (Πάγγ.) || Παροιμ. φρ. Τὸν ἄφησε σὰν τὴ ᾽γελάδα τὴ σβουνιˬὰ (τὸν ἐγκατέλιπεν ἀπαθῶς ὡς ἡ ἀγελάδα τὴν κόπρον της) Πελοπν. (Πύργ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βοιˬδιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/