ἀργοσαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοσαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργοσαλεύω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀργὰ καὶ τοῦ ρ. σαλεύω.
Σημασιολογία
1) Κινῶ τι βραδέως ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 53 Ποίημ. . . . Τ᾿ ἀπόσπερο ἀεράκι ἀργοσαλεύει τὰ κλαδιˬὰ κιˬ ἀνακυλάει τὰ φύλλα. Καὶ ἀμτβ. κινοῦμαι ἀργά, βραδέως πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) : Ἄρχισε ν᾿ ἀργοσαλεύῃ καὶ νὰ περπατῇ ὁλόγυρά μου φεύγοντας τὰ λαχταριστά μου τ’ ἀγκαλεˬάσματα ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι’ ἀντίλογ. 145 || Ποίημ. Μάννα ἡ φυλὴ ᾽ς τὴν ἅγιˬα μήτρα της τὸν ἔννο͜ιωσε καιροὺς ν᾿ ἀργοσαλεύῃ νὰ βγῇ ’ς τὸ φῶς ὡσὰν ἡ δόξα της ζῇ καὶ βασιλεύει ΣΣκίπη ᾿Απέθαντ. 35. 2) Εἶμαι ἀπρόθυμος εἰς τὴν ἔναρξιν ἐργασίας Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA