ἀργοσέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοσέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργοσέρνω πολλαχ. Μετοχ. ἀργοσυρμένος ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 85.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀργὰ καὶ τοῦ ρ. σέρνω.
Σημασιολογία
Σύρω, ἕλκω τι βραδέως: Ποίημ. Ἀπ’ τὴ μέρα, ὦ ἐξοχή, ποῦ τὸ βῆμα μου πρὸς ἐσένα θλιμμένα ἀργοσέρνω ὁ πλατὺς λές κ’ ἐστένεψεν ἀέρας σου κ’ ἡ καθάρε͜ια σου ἐθάμπωσεν ὄψι ΣΣκίπη ᾽Απολλών. ᾆσμ. 70. Μετοχ. ἀργοσυρμένος=ὁ βραδέως κινούμενος: Ποίημ. Κ’ εἶναι ἀρχοντιˬὰ κ’ εἶναι λαὸς, κ’ εἶναι παρθένες, βόιδιˬα γιˬὰ τὴ θυσία στεφανωτὰ κιˬ ἀργοσυρμένα ἁμάξιˬα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA