βουνίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουνίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βουνίτης ὁ, Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. βουνέτες Πόντ. β’νίτ’ς Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουνὸ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτης.

Σημασιολογία

Ὅτι ἡ λ. εἶναι παλαιά, μαρτυρεῖ τὸ παρ᾽ Ἡσυχ. «βωνίτας· τοὺς ἐν ἀγρῷ, οἱ δὲ βουκόλους ἢ ἀγροίκους». 1) Βουνιˬάτης, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν. β) Μεταφ. ἄνθρωπος ἀγροῖκος, ἀπαίδευτος Χίος. Ἡ σημ. καὶ. μεταγν. ᾿Ιδ. τὸ ἔνθ’ ἀν. παρ᾽ Ἡσυχ. Δωρ. βωνίτας. Συνών. βουνιˬώτης 2. Πβ. βουνήσιος Α 2. 2) Εἶδος μεγάλου κοχλίου Χίος. Συνών βουνήσιος Β 1, βουνούσις. 3) Εἶδος μύκητος Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/