ἀναμαλλιˬαρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμαλλιˬαρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμαλλιˬαρίζω ἀμάρτ. Μεσ ἀναμαλλιˬαρίζουμαι Λεξ. Βλαστ. ἀνεμαλλιˬαρίζομαι Νισυρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναμαλλιˬάρις. Ἡ λ. καὶ ἐν ’Επαίν. γυναικ. στ. 985 (ἔκδ. ΚΚrumbacher) «καὶ ἄλλοι τὸν ἀναμαλλιαρίζουν | καὶ ἄλλοι τὸν ἐξεσπαθίζου». Παρὰ Σομ. τύπ ἀναμαλλιˬαρίζομαι.

Σημασιολογία

Μέσ. τίλλω τὴν κόμην μου, συνήθως ἐπὶ γυναικὸς θρηνούσης νεκρόν. Συνών. μαλλιˬοτραυε͜ιέμαι (ἰδ. μαλλιˬοτραυῶ). Πβ. ξεμαλλιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/