βουνιˬώτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουνιˬώτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βουνιˬώτης ὁ, Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουνὶ ἢ βουνὸ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬώτης.

Σημασιολογία

1) Βουνιˬάτης, ὃ ἰδ., Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἅις-Γεˬώργις ὁ Βουνιώτης ὡς τοπων. Χίος. 2) Βουνίτης 1 β, ὃ ἰδ., Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/