βουν-νίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουν-νίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουν-νίζω Κύπρ. βουν-νῶ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μορ. βούν-νου.
Σημασιολογία
1) Παράγω βόμβον, βομβῶ: Βουν-νίζουν τ᾿ ἀφκιˬά μου. || Φρ. Βουν-νίζω καὶ πάω (φέρομαι μετὰ ταχίστης ὁρμῆς, φέρομαι δρομαίως). Ἐβούν-νισεν ὁ νοῦς του (παρεφρόνησεν). Συνών. βουΐζω Α 5. 2) Ρίπτομαι μεθ' ὁρμῆς : Οἱ παρᾶες ἐβουν-νίσαν ’ς τὸν ἀέρα. β) Μετβ. ρίπτω, ἐκσφενδονίζω : Ἐβούν-νισέν του μιˬὰν πέτραν, ἀμ-μὰ ᾽ὲν τὸν ἔφτασεν. || Φρ. Ἐβούν-νισέν του ἕναν μπάτσον (τὸν ἐρράπισεν). Ἐβούν-νισέν του τες (συνών. φρ. τοῦ τοὶς ἔβρεξε). 3) Γίνομαι ἄφαντος. Καὶ μετβ. κάμνω τι ἄφαντον, ἐξαφανίζω. Συνών. ἀρατίζω. 4) Σπαταλῶ : Ηὗρεν πολ-λὰ ἀπ᾿ τὸν τύριν του, ἀμ-μὰ ἐβούν-νισέν τα οὕλα. Συνών. ἀσωτεύω 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA