ἄφτουρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφτουρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄφτουρος ἐπίθ. Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Βυτίν. Γελίν. Κορινθ. Λάκων.) κ.ἀ. ἄφτουρους Εὔβ. (Στρόπον.) ἄχτουρος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. φτουρῶ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστῶτος.
Σημασιολογία
1) Ἀφτούρητος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄφτουρο πρᾶμα - φαεῖ - ψωμὶ κττ. Κάρυστος Κύμ. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐπαρκέσῃ Πελοπν. (Γελίν.) Παροιμ. Ἡ καλὴ νοικοτυρὰ σὲ μιˬ ἄφτουρη καλύβα (ὅταν λείπουν τὰ μέσα, δὲν ἠμπορεῖ νὰ κατορθώσῃ τις τίποτε παρ’ ὅλην τὴν καλὴν διάθεσιν). 3) Ἀφτουραμάλλι͜αστος, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Στρόπον.) Πελοπν. (Λακων.): Ἄμοιρο κιˬ ἄφτουρο παιδὶ Λακων. 4) Ὁ λέγων ἀπερισκέπτως ὅ,τι τοῦ ἔλθῃ κατὰ νοῦν, φλύαρος Εὔβ. (Κύμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA