γενέθλια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενέθλια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γενέθλια τά, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ οὐδ. κατὰ πληθ. τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. γενέθλιος οὐσιαστικοποιηθέν.
Σημασιολογία
Ἡ γενέθλιος ἡμέρα, ἡ ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις τελουμένη ἑορτή: Σήμερα ἔχω τὰ γενέθλιˬά μου. Σήμερα γιˬορτάζω τὰ γενέθλιά μου. Ἔχω γενέθλια. Πβ. Εὐριπίδ. Ἴων, 653 «θῦσαί θ’ ἅ σου πρὶν γενέθλι’ οὐκ ἐθύσαμεν».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA