βοῦν-νος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοῦν-νος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βοῦν-νος τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουν-νίζω ἢ τοῦ μορ. βοῦν-νου.
Σημασιολογία
1) Βουν-νισμός, ὃ ἰδ. : Ἀδροικῶ τὸ βοῦν-νος τοῦ χαλαζιˬοῦ ποῦ χτυπᾷ (ἀδροικῶ = ἀγροικῶ, ἀκούω). || Φρ. 'Στὸ βοῦν-νος! (᾿ς τὸ διάβολο!) 2) Λίθος στρογγύλος ἢ σφαῖρα μολυμβδίνη μὲ δύο ὀπάς, διὰ τῶν ὁποίων διέρχεται λεπτὸν σχοινίον, περιστρεφομένου δὲ τούτου περιστρέφεται καὶ ὁ λίθος μὲ μεγάλην ταχύτητα καὶ παράγει βόμβον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA