ἁφτρίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁφτρίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁφτρίδι τό, Πελοπν. (Λακων.) ’φτρίδ' Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁφτρὶν καὶ τῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

1) Ἐλλύχνιον Λέσβ. Συνών. ἁφτρίν 1, φιτίλι. 2) Ἅφτρα 1β, ὅ ἰδ., Πελοπν. (Λακων.) 3) Τὸ μέρος τοῦ πυροβόλου ὅπλου ἀπόπου παίρνει φωτιὰ Πελοπν. (Λακων.) 4) Μεταφ. μικρὸν τεμάχιον θραυομένου πράγματος Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/