βουνόκρυος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνόκρυος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βουνόκρυος ἐπίθ. Καππ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουνὶ ἢ βουνὸ καί τοῦ ἐπιθ. κρύος.
Σημασιολογία
Ὁ ἐπὶ βουνοῦ εὑρισκόμενος καὶ παρέχων ψυχρὸν ὕδωρ, ἐπὶ πηγῆς : ᾎσμ. Ὁ μαῦρος μου ἐδίψασε καὶ πιˬάσε μονοπάτσι, τὸ μονοπάτσι πῆγε με βουνόκρυο πηγάδι, μαῦρο μου ἔπινε νερὸ κ’ ἐγὼ χειρονιβόμουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA