βουνολίμανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνολίμανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουνολίμανο τό, Πιὲρ Λοτὶ-Π. Π. Ὁ ψαρᾶς τῆς Ἰσλανδ. 178
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βουνὸ καὶ λιμάνι.
Σημασιολογία
Λιμὴν περικλειόμενος ὑπὸ βουνῶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA