ἅφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἅφτω Ἀμοργ. Ἄνδρ. Βιθυν. Θρᾴκ. 'Ιων. (Κρήν.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Ροχούδ.) Καππ. (᾿Αραβάν. Σινασσ. Φερτ.) Κάρπ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Γαλανᾶδ. Δαμαρ. Ἐγκαρ. Τρίποδ. κ.ἀ.) Νίσυρ. Πάρ. Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Σέριφ. Σίφν Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἅφτου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἃφκω Κύπρ. ἃβου Ἴμβρ. ἅβγω ᾿Ικαρ. ἅφω Θρᾴκ. (Στέρν.) ἅθτω Καλαβρ. (Κοντοφ.) ἅστω Καλαβρ. (Μπόβ.) γιˬάφτω Καππ. (Οὐλαγ.) γάφτω Ρόδ. ἣφτω Καππ. ('Ανακ.) ἕφτω Κῶς Προπ. (Κύζ.) Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ἁφτέν-νω Κύπρ. Ρόδ. ἁφτίνω Πόντ. (Κοτύωρ.) Παρατ. ἅφτικα Καππ. (Ἀξ. ’Αραβάν.) ἥφτισκα Καππ. (’Ανακ. Σινασσ. Φερτ.) 'Αόρ. ἧψα Θήρ. ’Ιων. (Κρήν.) Καππ. (’Ανακ. ᾽Αξ. ’Αραβάν. Φάρασ.) Κάρπ. Κίμωλ. Κρήτ. Μεγίστ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Σέριφ. Σίφν. Χίος κ.ἀ. ἡψὰ Πάρ. (Λεῦκ.) ἧα Πόντ. ('Αμισ. Οἰν.) ἥψησα ’Ικαρ. ἔψα Πόντ. (Ὄφ.) ἔα Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἔαψα Καππ. (Οὐλαγ.) ἅψα Καππ. (Φερτ.) Κύπρ. Προστ. ἅψε κοιν. Μετοχ. ἁφτούμενος Ἄνδρ. Ἀστυπ. Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Κάσ. Κρήτ. Κύπρ. Μύκ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ρόδ. Σίφν. Σύμ. Χίος κ.ἀ. ἁφτούμινους Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) γαφτούμενος Ρόδ. ἑφτούμενος Ρόδ. ἁφτωμένος Κάρπ. Κρήτ. ἁφτεμένος Πόντ. (Κερασ.) ἁφτήμενος Μεγίστ. ἁφτημένος Λυκ. (Λιβύσσ.) ἁφμένος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἁπμένος Καππ. (Φάρασ.) ἁμμένος Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Ρόδ. ἁσμένο Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἅπτω. Ὁ παρατ. ἥφτισκα εἶναι τοῦ ρ. *ἁφτίσκω. Ἡ μετοχ. ἁφτούμενος καὶ μεσν.
Σημασιολογία
) Μετβ. 1) Ἅπτω, ἀνάπτω ἔνθ᾽ ἀν.: Ἅφτω τὸ καντήλι - τὸ τσιγάρο - τὸ φοῦρνο - τὸ φῶς - τὴ φωτιˬὰ κττ. πολλαχ. Ν’ ἁφτωθῇ φέξι (ν᾿ ἀναφθῇ φῶς) Κρήτ. Τὰ ξερὰ ξύλα καλὰ ἅφκουνταν (ἀνάπτονται) Χαλδ. Ἅφτω τὴν ἐκκλησιˬὰ - τὴν Παναγιˬὰ κττ. (βραχυλ. ἀντὶ τὰ καντήλια τῆς ἐκκλησιᾶς, τῆς Παναγιᾶς) Κύθν. Σίφν. Ἁφτούμενος φοῦρνος, ἁφτούμενη φωτιˬά, ἁφτούμενο κερί, ἁφτούμενα κάρβουνα κττ. Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Ρόδ. Σίφν. Χίος κ.ἀ. Ἁφμένον ἅψιμον Τραπ. Γαφτούμενη φωτιˬὰ Ρόδ. || Φρ. Ἅψε σβῆσε (τάχιστα, ἤτοι ὅσος χρόνος χρειάζεται διὰ νὰ ἀνάψῃ καὶ νὰ σβήσῃ πυρεῖον, κερί, λάμπα κττ., οἷον: ἅψε σβῆσε ἔφαγε-πῆγε κ᾽ ἦρθε - ἔκαμε τοὶς δουλει͜ές του κττ.) κοιν. Ὥσπου νὰ πῇς ἅψε σβῆσε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) σύνηθ. Ἅψον, σβῆσον, κόψον, ράψον (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Χαλδ. Ἅψε σβῆσε (ἄνω κάτω, φύρδην μίγδην, οἷον: τὰ κάνω ἅψε σβῆσε) Ρόδ. Ἅψε κάμε ἢ ἁπλῶς ἅψε (κάμε ταχέως) Νάξ. (Τρίποδ. κ.ἀ.) Ἅψε (παράγγελμα τῶν ἁλιέων δι’ ἄναμμα τῶν ἁλιευτικῶν φανῶν) Βιθυν. Ἅψε κερὶ νά 'βρῃς τὸ τει͜αφοκέρι (ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων) Σύμ. Ἧψεν τὰ καντήλιˬα του (ἐπὶ τοῦ μεθύοντος) Κάρπ. Τά 'χει ἁφτωμένα (ἐνν. τὰ καντήλια, συνών.τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. || Παροιμ. ’Στὸν ἅγιˬον γάψε ἕναν κερί, ᾿ς τὸ δαίμοναν ὅσα μπορεῖς (πρέπει νὰ προφυλαττώμεθα πρὸ παντὸς ἀπὸ τοὺς κακοὺς) Ρόδ. Οὕλ' ποι͜ὸς ἅφτ’νε 'κί μαερεύ’νε (ὅλοι ποῦ ἀνάπτουν δὲν μαγειρεύουν, ἤτοι ὅλοι ποῦ ἐπιχειροῦν τι δὲν είναι καὶ ἐξίσου ἱκανοὶ νὰ τὸ κατορθώσουν) Χαλδ. Καὶ ἀμτβ. ἐκπέμπω φλόγα, καίομαι, εἶμαι ἀναμμένος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἅφτει ὁ φοῦρνος - ἡ καντήλα - τὸ κερὶ - ἡ φωτιὰ κττ. πολλαχ. Ἅφκει ἢ ἁφτέν-νει τὸ λαμπρὸν – τὸ λυχνάριν κττ. Κύπρ. Ἅφει καὶ σβάει Στέρν. || Φρ. Μέρα μεσημέρι κιˬ ἅφτει κιˬ ὁ λύχνος (ἐπὶ πράγματος προδήλου) Κρήτ. Ἅψε, ἥλιˬε, καὶ μὴ λάψῃς (ἐπὶ κάλλους ἀνυπερβλήτου) Θήρ. Ἧψε κ' ἔσβησε (ὠργίσθη καὶ κατεπραῢνθη) Ρόδ. Ἧψεν κ’ ἤκαψεν (ἐπὶ τρικυμίας) Κάρπ. Ἧψαν οἱ πουδεˬές της (ἐπὶ γυναικὸς ἀσχολουμένης ἀκουράστως κατὰ τὴν ὑποδοχὴν οἰκείων) αὐτόθ. Ἧψεν του (ἀπροσδοκήτως ὠφελήθη, συνών. φρ. τοῦ ’φεξε) Χίος Ἅψεν τσ' ἔλαβεν (ὠργίσθη πολὺ) Κύπρ. Μετοχ. ἁφτούμενο οὐσ., ἐξάνθημα τοῦ σώματος μὲ κνησμὸν Σκῦρ. 2) Χρησιμοποιῶ τι πρὸς ἄναμμα, πρὸς φωτισμὸν Κίμωλ.: Ἅφτω τὸ λᾴδι. Β) 'Αμτβ. 1) ᾿Αποκτῶ μεγάλην θερμότητα, πυρακτοῦμαι Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Σέριφ. Σίφν. κ.ἀ.: Ἧψε g᾽ ἤσβησ' ἡ μούρη τζης Κρήτ. || Φρ. Ἧψε σου; (εἰρων. πρὸς ραπισθέντα ἢ δαρέντα) Σέριφ. Σίφν. Ἅφτει τὸ κορμί μου (αἰσθάνομαι θερμότητα εἰς τὸ σῶμα) Θρᾴκ. Ἧψα ἀπὸ τὴ ζέστη Ρόδ. β) Αὐξάνεται ἡ θερμότης μου Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.): Ἅφτει ὁ πυρετὸς ᾽Απύρανθ. || Μεταφ. φρ. Ἅφτει καὶ κορώνει ἡ ἀγάπη αὐτόθ. Ἅφτει ὁ πόνος Κρήτ. 2) Ἐξάπτομαι, ὀργίζομαι Κρήτ. Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ.: Ὅσον πάω κιˬ ἅφτω Κερασ. Πβ. ἀνακαρώνω (ΙΙ), ἀνάφτω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA