ἀναμασουλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμασουλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμασουλίζω Κρήτ. ἀνεμασουλίζω Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. μασουλίζω.

Σημασιολογία

1) Ἀναμασῶ τὴν τροφήν, μηρυκάζω, ἐπὶ ζῴων ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναμασῶ 1. 2) Μασῶ (μετὰ σημ. ὑποκοριστικῆς) Κρήτ. : Εἶd’ ἀναμασουλίζεις;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/