γενεράλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενεράλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γενεράλης ὁ, Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ.-Λεξ. Βάιγ. Δημητρ. γενεράλες Θήρ. γκενεράλης Ἤπ. Παξ. Πάτμ. Πελοπν. (Κορινθ.)-Λεξ. Δημητρ. τζενεράλης Κεφαλλ. Μέγαρ. Νάξ. Πελοπν. (Γαλατ.)-Λεξ. Βάιγ. τζενεράλες Ἀθῆν. Θήρ. γενεράλε τό, Θήρ.
Χρονολόγηση
Βυζαντινό
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γενεράλης, παρ’ ὃ καὶ τζενεράλης, ὃ ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. generale=στρατηγός. Οἱ τύπ. τζενεράλης καὶ ντζενεράλης καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Ἀρχηγὸς στρατοῦ ἢ στόλου, στρατηγός, ναύαρχος, διοικητὴς Ἀθῆν. Ἤπ. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μέγαρ. Νάξ. Πάτμ. Πελοπν. (Κορινθ.)-Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.: Φρ. Εἰς ἐσὲ τὸ γενεράλη | τὸ κατράμι εἶναι χαζίρι, | στεῖλε τ’ ἄσπρα νὰ τὸ πάρῃς (χαζίρι= ἕτοιμον· ἐπὶ ἀνθρώπου μὴ ἀξιοπίστου) Θήρ. Πελοπν. (Κορινθ.) ǁ ᾌσμ. ’Φέdη μου, ρῆγα νὰ σὲ ἰδῶ καὶ βάιλα ’ς τὴν Πόλη καὶ γενεράλη ’ς τοὺς Κορφοὺς καὶ μέσα ’ς τ’ Ἀργοστόλι Κεφαλλ. Τρεῖς καλογέροι κάθουdαι καὶ κάνουν ἀρτζουχάλι, ’ς τὴ Μοσκοβιˬὰ τὸ bέbουνε μέσα ’ς τοῦ γενεράλη (ἀρτζουχάλι=ἔγγραφος αἴτησις, ἀναφορὰ) Κρήτ. Κουbάρε, ρῆγα τσῆ Φραgιˬᾶς καὶ πρίτζιπα τσῆ Πόλης καὶ τζενεράλε καὶ κριτὴ τσῆ Σαdορίνης ὅλης Θήρ. 2)Ἰχθὺς μικροῦ μεγέθους, χρώματος ἐρυθροῦ Πελοπν. (Γαλατ.) 3)Τὸ οὐδ. ἐπὶ πράγματος, τὸ ἔξοχον, τὸ ἀρίστης ποιότητος Θήρ.: Ἔχω ἕνα κρασί, μὰ εἶναι πρᾶμα γενεράλε. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκενεράλης «ὡς παρων. Κύθηρ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γενεράλης Κρήτ. Πελοπν. (Ξηροκ.) Γενεράλες Κρήτ. Τζινερά’ς Στερελλ. (Ἀράχ.) καὶ «ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γενεράλη, τοῦ Πελοπν. (Καμίν.), Τζιναράλι Ἤπ. (Μαργαρ.), Τ’ Γκενερά’ τοὺ Πηγάδ’ Στερελλ. (Ἀράχ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA