γένι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γένι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γένι, τό, γένιˬο Λεξ. Πρω. γένιν Κύπρ. (Αἰγιαλ.) Πόντ. (Οἰν.) γένι Βιθυν. (Κίος) Θήρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Κῶς Πελοπν. (Κίτ. Λάστ. Λεῦκτρ. Μάν. Μεσσ. Τριφυλ.) Σῦρ. Χίος (Βροντ.)-Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γέν-νι Μεγίστ. γέ’ Ἁλόνν. Ἄνδρ. (Κόρθ.) Θεσσ. (Βαθύρρ. Δομοκ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λαφύστ. Παρνασσ.) Τῆν. (Ἰστέρν.) γέν’ Πόντ. (Κοτύωρ. Λιβερ. Ὄφ. Τραπ.) γένε Καππ. (Φάρασ.) ’ένι Καππ. (Ἀξ.) Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Χίος. Πληθ. γένιˬα κοιν. καὶ Καππ. (Ἀξ. Μισθ. Φλογ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) γέν Πόντ. (Ἴμερ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γένα Καππ. (Ἀφσάρ. Φάρασ.) ’έν-νια Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γένειον. Ὁ τύπ. γένιν καὶ Βυζαντ. Πβ. Διήγησ. Παιδιόφρ. στ. 470 (ἔκδ. G. Wagner, σ. 157) «καὶ νὰ κουνῇς τὸ γένιν σου ἀπάνω τε καὶ κάτω» (λέγει τὸ πρόβατον πρὸς τὴν αἶγα) καὶ Ἀκολουθ. Σπανοῦ στ. 10 (É. Legrand, Biblioth. gr. vulg. 2, 28) «ἂν ἀπαντήσῃς σπανὸν καὶ ἱδρώνῃ τὸ γένιν του | ἔτσι τὸν χαιρέτησε». Ὁ τύπ. γένι καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
Α)Κυριολ. 1)Τὸ τρίχωμα τοῦ προσώπου τῶν ἀνδρῶν περὶ τὸν πώγωνα καὶ τὰς παρειάς, ἡ γενειὰς κοιν. καὶ Καππ. (Ἀξ. Ἀφσάρ. Μισθ. Φάρασ. Φλογ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.): Ἄσπρα-μαῦρα-ξανθὰ-κόκκινα -πυκνὰ-ἀραιὰ-μακριˬὰ-κοντὰ-κατσαρὰ-μαλακὰ-σκληρὰ γένιˬα. Ἀφίνω-βγάζω-κόβω- ξυρίζω τὰ γένιˬα μου. Ἄσπρισαν τὰ γένιˬα του. Θὰ σοῦ βγάλω τὰ γένιˬα τρίχα-τρίχα κοιν. Ἀ΄ σὲ πκιˬάσω ’πὸ τὸ γένι, ’ὰ σοῦ τὸ ξεριζ-ζώσω Κῶς. Θώρει τὸ γένιν-dου σουβλερὸμ πού ’ναι αὐτόθ. Σέμην ἕνα, εἶχε γένιˬα, φοβήχα πολὺ (εἰσῆλθεν ἕνας, εἶχε γένιˬα, ἐφοβήθην πολὺ) Μισθ. Ξαθὰ εἶ’ dὰ ’ένιˬα dου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πέdε τρίχες ἔχει τὸ γένι του Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μικρὸς ἔναι, τώρα βγάνει γένιˬα αὐτόθ. Ἔρπαξεν ἀτον ἀς σὰ γέν (τὸν ἥρπασεν ἀπὸ τὰ γένιˬα) Κοτύωρ. Ἄε ξυρίσου, σὲ φάγανε τὰ γένιˬα Εὔβ. (Βρύσ.) Ἡ γυναῖκα τοῦ φούρναρη θαρεῖς πὼς εἶναι ἄντρας κ’ ἔχει κἄτι γένιˬα, ἀφοῦ τὰ ξουρίζει Ἰων. (Σμύρν.) || Φρ. Θὰ σοῦ βγάλω τὰ γένιˬα τρίχα τρίχα (ἀπειλὴ) κοιν. Τραυάει τὰ γένιˬα του (ἐπὶ τοῦ καταλαμβανομένου ὑπὸ ἀπελπισίας ἢ ἀπογοητεύσεως). Συνών. φρ. Τραυάει τὰ μαλλιˬά του. Βαστάει τὸν πάπα ἀπὸ τὰ γένιˬα (ἐπὶ τοῦ θεωροῦντος ἑαυτὸν ὡς ἰσχυρόν, ἱκανὸν διά τι, ἐπὶ ὑπερόπτου) πολλαχ. Γένιˬα ’χεις, γένιˬα ’χω (ἐπὶ ἰσοτιμίας) Κεφαλλ. Εἶναι γιˬὰ ἀλλωνῶνε γένιˬα (προορίζεται δι’ ἄλλους) Πελοπν. (Ἀναβρ.) Μὴ ντροπιάζῃς τὰ γένιˬα σου (ἐπὶ παραινέσεως πρὸς ἀποτροπὴν ἐκτελέσεως ἀξιομέμπτου πράξεως) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Βαστᾷ τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὰ γένιˬα (ἐπὶ θρησκομανῶν) Κρήτ. Κρατεῖ τὰ γένιˬα τοῦ Ἀβραὰμ (εὐημερεῖ) Πελοπν. (Μεσσ.) Θαρρεῖ πὼς ’ξίζει τοῦ παππᾶ τὰ ’ένιˬα (νομίζει ὅτι ἔχει μεγάλην ἀξίαν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μετρῶ τὰ γένιˬα τ’ (τὸν περιφρονῶ) Πόντ. (Ἀμισ.) Γένιˬα γένιˬα (κατ’ ἐπιλογήν· ἐπὶ πράγματος διδομένου κατ’ ἐπιλογὴν εἰς τοὺς καλοὺς ἢ ἰσχυροὺς) Ἀθῆν. Πελοπν. Τ’ ἄσπρισι τὰ γένιˬα τ’ οὑ Ἅγιˬου Ν’κόλας (ἐπὶ πτώσεως χιόνος κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου) Ἤπ. Θεσσ. Γιˬ αὐτὸ τοὺν τρῶι τὰ γένιˬα (ἐπὶ ἱερωμένου διαβιοῦντος πλουσίως) Θεσσ. (Δομοκ.) Τσακώθ’καν γέ’ μὶ γέ’ (ἐπὶ φιλονικησάντων ἱερέων) αὐτόθ. || Παροιμ. Ὁ Χριστὸς-ὁ παππᾶς εὐλόγησε πρῶτα τὰ γένιˬα του (ἕκαστος περὶ ἑαυτοῦ πρῶτον φροντίζει καὶ ὕστερον περὶ τῶν ἄλλων). Ὅπο͜ιος ἔχει τὰ γένιˬα, ἔχει καὶ τὰ χτένιˬα (ὁ ἐπιχειρῶν τι εἶναι ὁ πάντων ἁρμοδιώτερος νὰ μεριμνήσῃ καὶ περὶ τοῦ καταλλήλου τρόπου τῆς ἐκτελέσεως) κοιν. Ἄλλοι πεθυμοῦν τὰ γένιˬα | κιˬ ἄλλοι τὰ μασοῦν καὶ φτυˬοῦνε (οἱ ἔχοντες περίσσειαν πράγματός τινος δὲν ἀποδίδουν εἰς αὐτὸ μεγάλην σημασίαν, ἐνῷ ἄλλοι σφοδρῶς ἐπιθυμοῦν αὐτό, διότι στεροῦνται τούτου) σύνηθ. Ἐμπρὸς ’ς τὰ γένιˬα πάει ἡ κούπα (παρισταμένου ἱερέως, εἰς αὐτὸν προσφέρεται πρῶτον τὸ ποτήριον οἴνου· εἰς τὰς συναναστροφὰς ὡς πρὸς τὴν ἀπόδοσιν τιμῶν προτιμῶνται οἱ σεβαστοὶ καὶ οἱ ἰσχυροὶ) ἐνιαχ. Ὅπο͜ιος ἔχει γένιˬα τρώει ψάριˬα (οἱ ἰσχυροὶ καὶ οἱ πλούσιοι προτιμῶνται καὶ εὐχερῶς προμηθεύονται, ὅσα οἱ ἄλλοι ἀδυνατοῦν νὰ ἀπολαύσουν) Πελοπν. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Συνών. παροιμ. Ὅπο͜ιος ἔχει μαχαίρι τρώει πεπόνι. Γέν π’ ἔχει, χτέν’ πα’ φυλάττ’ (πά=πάλιν· ὁ θέλων νὰ πράξῃ τι, πρέπει νὰ διαθέτῃ καὶ τὰ πρὸς ἐκτέλεσιν μέσα) Τραπ. Ἂ dινάξ’ ὁ μυλωνᾶς τὰ γένιˬα του, φτε͜ιάνει πίτες καὶ κουλλοῦρες (ἐπὶ πλουσίου ἔχοντος ἀφθονίαν ἀγαθῶν) Ζάκ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ἀλλ’νοῦ καίουντι τὰ γένιˬα κιˬ ἄλλους ’τάζ’ ν’ ἀνάψ’ τοὺ τσιμπού’ (ἐπὶ τοῦ μὴ ἀπασχολουμένου διὰ τὰς κρισίμους περιστάσεις τῶν ἄλλων) Θεσσ. (Πήλ.) Ὅπου κερὶ κιˬ ἂν ἄναψα, ἔκαψα τὰ γένιˬα μου (ἐπὶ τοῦ δεχομένου ἐκδήλωσιν ἀχαριστίας ἐκ μέρους τοῦ ὑπ’ αὐτοῦ εὐεργετηθέντος) Αἴγιν. Πελοπν. (Κυνουρ.) Καὶ μὲ τὰ γένιˬα μάστορας καὶ μὲ τὰ μουστάκιˬα κάλφας (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ ἐπιτύχῃ βελτίωσιν τῆς θέσεώς του) Πελοπν. (Μεσσ.) Δὲν εἶναι μαλλιˬὰ τὰ γένιˬα (ἐπὶ τοῦ ἐκλαμβάνοντος ὡς εὐχερῆ πράγματα τὰ ὁποῖα ἀπαιτοῦν κόπον καὶ χρόνον διὰ νὰ συντελεσθοῦν) Αἴγιν. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Γιˬὰ τοῦ ’πίσκοπου τὰ γένιˬα | μὴ σὲ παίρνῃ τόση ἔννο͜ια (μὴν ἀσχολῆσαι μὲ ξένας ὑποθέσεις) Πελοπν. (Ἀναβρ.) Θύμουσ’ οὑ παππᾶς κὶ ξούρ’σι τὰ γένιˬα τ’ (ἐπὶ τοῦ ἕνεκα πείσματος πρὸς ἄλλους διαπράττοντός τι, τὸ ὁποῖον ὅμως ἀποβαίνει εἰς βάρος του) Λέσβ. ’Σ σὸν οὐρανὸν πῆ φτύξ’, φτύζ’ τὰ γέν τ’ (ὅστις πτύει πρὸς τὸν οὐρανόν, πτύει τὰ γένιˬα του· ἐπὶ τοῦ παραλόγως πράττοντός τι) Χαλδ. ’Σ τοῦ λωλοῦ τὰ ’ένιˬα μαθαίνει ὁ bαρbέρης (ἐπὶ τῶν εἰς βάρος ἄλλων ἐπιχειρούντων νὰ βελτιώσουν τὴν θέσιν των) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. || Γνωμ. Ὅλα γίνονται, μόνο τοῦ σπανοῦ τὰ γένιˬα (ἐπὶ τοῦ δυνατοῦ τῆς πραγματοποιήσεως πάντων, πλὴν ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἐμποδίζονται ἐκ φυσικῶν αἰτίων) κοιν. Δὲν κρέμεται ἡ γνώση ἀπὸ τὰ γένιˬα (τὸ μακρὸν γένειον δὲν εἶναι καὶ ἔνδειξις συνετοῦ ἀνδρὸς) Πελοπν. Πβ. Ἀνθολ. Παλατ. 11, 430 «εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖν | καὶ τράγος εὐπώγων αἶψ’ ὅλος ἐστὶ Πλάτων». Ὁ Γενάρης γένιˬα βγάνει καὶ μουστάκιˬα ξεκολώνει, τὰ μικρὰ παιδιˬὰ ζαρώνει καὶ τοὺς γέρους ἀναπαρώνει (ἕνεκα τοῦ κατὰ τὸν Ἰανουάριον ἐπικρατοῦντος ψύχους τὰ μὲν μικρὰ παιδία ζαρώνουν, οἱ δὲ γέροντες ἀποθνήσκουν) Πελοπν. (Ἀρεόπ. Γέρμ. Οἴτυλ.) || Αἰνίγμ. Δυˬὸ καλόεροι τραυε͜ιοῦd’ ἀπὸ τὰ γένιˬα (τὰ λανάρια μὲ τὰ μαλλιὰ) Κρήτ. Δυˬὸ γέροι ἐμαλώνανε κ’ ἐβγάναν ἄσπρα γένιˬα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Χατζ.) Δυˬὸ παππᾶδες μ’ ἄσπρα γένιˬα | μποὺφ ὁ ἕνας μποὺφ ὁ ἄλλος (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Γορτυν.) Πο͜ιὸ εἶν’ ἐκεῖνο dὸ παιδὶ πού ’βγαλε τσῆ μάννας του τὰ ’ένιˬα (τὸ ἀδράχτι καὶ ἡ ρόκα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || ᾌσμ. Ἅγιˬε Νικόλα τῶμ Μυρῶμ μὲ τὰ ψαρὰ τὰ γέν-νιˬα, σὰν ἀνιβαίν-νουν dὰ παν-νιˬά, νὰ μοῦ τοὺς ἔσῃς ἔν-νο͜ια Μεγίστ. ’Σ σὴν χαμαιλέτεν ἔλεθα, τὰ γέν μ’ ἀλευρῶθαν (χαμαιλέτεν=χειρόμυλον) Πόντ. (Χαλδ.) Ἀ’ τὴ bόλη κατεβαίνω καὶ ’ς τὴ Βενεθιˬὰ πααίνω, πάω ν’ ἀοράσω χτένιˬα, ’ιˬατὶ μ’ ἐφάασι τὰ ’ένιˬα (Ἀ’ τὴ bόλη=ἀπὸ τὴν Πόλην τὴν Κωνσταντινούπολιν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔμbα, πειρασμέ, ’ς τὸ χτένι | κόψε τὸ μισό του ’ένι ἔμbα, πειρασμέ, ’ς τ’ ἀνdί του | κ’ ἔβγαλε τὴν ἀκοήτ-του Κάρπ-Ποιήμ. Μοῦ φαίνεται τὸν βλέπω ποὺ ἀκκουμποῦσε σὲ μιˬὰν ἐτˬιὰ καὶ τὸ φεγγάρι ὡστόσο ’ς τὰ γένιˬα τὰ ἱερὰ λαμποκοποῦσε Δ.Σολωμ 209. Μακρυˬὰ τὰ γένιˬα του, ἄσπρα σὰ χιˬόνι, τὰ παίρνει ὁ ἄνεμος, σκόρπιˬα τ’ ἁπλώνει Ἀ.Βαλαωρ., Ἔργα 2, 97. Συνών. γενε͜ιάδα, μούσι. 2)Μία θρὶξ τοῦ πώγωνος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Ἐρροῦξεν ἓνα γένιν ἀς σὰ γέν σ’ (ἔπεσε μία τρίχα ἀπὸ τὰ γένιˬα σου) Ὄφ. 3) Τὸ τρίχωμα ἐν εἴδει γενείου εἰς τὴν κάτω σιαγόνα τοῦ τράγου ἢ τῆς αἰγὸς σύνηθ. καὶ Τσακων. (Πραστ.): Τὸ γέ’ τοῦ γιδιˬοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ γίδα μὲ τὸ μεγάλο γένι Πελοπν. (Μέσσ.) Τὰ ’έν-νιˬα τῆς κατσίκας Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Τὰ γένιˬα τὰ γιδὲ ἐβρέαϊ (τὰ γένια τῆς γίδας ἐβράχησαν) Πραστ. ‖ ᾎσμ. Σεῖσε, Κουρνέ, τὸ γένι σου νὰ παίξουν τὰ κουδούνιˬα (Κουρνὸς=ὄνομα τράγου) Κρήτ. Συνών. μούσι. Β)Μεταφ. 1) Τὸ φυτὸν ἀψίνθιον τὸ δενδρῶδες (artemissia arborescens),τῆς οἰκογ. τῶν συνθέτων (compositae) Κύπρ.: Τὰ γένιˬα τοῦ γέρου μέσ’ ’ς τὴν κουμανταρκὰ καθαρίζουσι τὸ γαῖμαν τοῦ ἀθ-θρώπου (κουμανταρκὰ=εἶδος οἴνου ὡς ἡ μαυροδάφνη). Ἡ σημ. καὶ εἰς Μητροφάν., Ἰατροσοφικ., σ. 166, 168, (ἔκδ. 1849). Συνών. ἀψιθιˬὰ 1. 2)Τὸ φυτὸν ἄνηθον τὸ βαρύοσμον (anethum graveolens), τῆς οἰκογ. τῶν σκιαδοφόρων (umbelliferae), τῆς τάξ. τῶν σκιαδανθῶν (umbelliflorae) Πόντ. (Τραπ.) 3)Τὸ φυτὸν μάραθον τὸ κοινὸν (foenicuum vulgare), τῆς οἰκογ. τῶν σκιαδοφόρων (umbelliferae), τῆς τάξ. τῶν σκιαδανθῶν (umbelliflorae) αὐτόθ. 4)Τὸ φυτὸν ἀδίαντον τὸ κοινὸν ἢ ἀδίαντον ἡ κόμη τὴς Ἀφροδίτης ἢ ἀδίαντον τὸ καλλίτριχον (adiantum capillus Veneris), τῆς τάξ. τῶν πτεριδωδῶν (filicales) Σίφν. Συνών. μαλλόχορτο, πηγαδόχορτο, πολυτρίχι, σκορπίδι, σκορπιδόχορτο. 5)Ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ λαγοῦ τὰ γένιˬα τὸ φυτὸν τραγοπώγων ὁ μείζων (tragopogon majus), τῆς οἰκογ. τῶν συνθέτων (compositae), τῆς τάξ. τῶν καμπανουλωδῶν (campanulales) Ζάκ. Πελοπν. (Μέσσ.)-Λεξ. Γενναδ. 963. Συνών. λαγογένι, λαγόχορτο. 6)Ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ γέρου τὰ γέν-νιˬα πιθανῶς τὸ φυτὸν ἐπίθυμον τὸ κοινὸν (cuscuta epithymum), τῆς οἰκογ. τῶν περιαλλοκαυλωδῶν (convolvulaceae), τῆς τάξ. τῶν σωληνανθῶν (tubiflorae) Μεγίστ. 7)Ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ παππᾶ τὰ γένιˬα τὸ καλλωπιστικὸν φυτὸν ρουσσελία ἡ βρουλλοειδὴς (russelia juncea) τῆς οἰκογ. τῶν σκροφουλαριιδῶν (scrophylariaceae), ἔχουσα μακροὺς βλαστοὺς νηματοειδεῖς κατανεύοντας ἢ κρεμαστοὺς Ἀντίπ. Παξ. Συνών. κοράλλι. 8)Εἶδος βρύων ἀναπτυσσομένων ἐπὶ τῆς βορείας ὑγρᾶς ἐπιφανείας τῶν λίθων, «ὁ λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν», βλ. Διοσκορ., (Ὕλ. ἰατρ. 4, 53), Θεσσ. (Δομοκ.) 6)Τὰ τριχοειδῆ ριζίδια τῶν παραρρίζων τῶν δένδρων Ἄνδρ. (Κόρθ.) Σῦρ. Τῆν. (Ἰστέρν.)-Π.Γεννάδ., Ἑλλην. Γεωργ. 1, 504 Δ.Αἰνιάν., Μεταξοσκωληκοτρ., 24: Κόψε τὸ γένι νὰ γενιˬάσῃ βαθε͜ιὰ ἡ συκιˬὰ Σῦρ. Θέλ’ι ξερρίζουμα τὰ γένιˬα ἀπὸ τοὺ χουράφ’ Κόρθ. 10)Τὸ ριζικὸν σύστημα τῶν βολβοειδῶν (κρομμύου, πράσου, σκορόδου) Θεσσ. (Δομοκ.) Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Γορτυν. Καρδαμ. Κοπαν. Ξηροκ. Παππούλ. Πύλ.) Πόντ. (Ὄφ.) Σῦρ.: Κάτω κάτω ’ς τὴ gεφαλὴ τοῦ κρομμυδιˬοῦ εἶναι τὰ ’ένιˬα Ἀπύρανθ. || Αἰνίγμ. Τοῦ παπποῦ μ’ τὰ γέν ’ς σὴν-ι-γῆ θαμμένα (τὸ πράσον) Ὄφ. Τοῦ παππούλη μου τὰ γένιˬα μέσ’ ’ς τὸ χῶμα εἶναι χωσμένα (τὸ κρόμμυον) Καρδαμ. Τὸ αἴνιγμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. 11)Ὑπὸ τὸν τύπ. τ’ ἅι Βασιλιˬοῦ τὰ γένιˬα εἶδος γλυκύσματος, τὸ ὁποῖον παρασκευάζεται κατὰ τὴν παραμονὴν τῆς πρώτης τοῦ ἔτους ἐκ ριζιδίων κόκκων σίτου, ὑγρανθέντων ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα Κύπρ. Μεγίστ. 12)Αἱ βελονοειδεῖς ἀποφύσεις τῆς κεφαλῆς τοῦ στάχυος τῶν σιτηρῶν, ὁ ἀθὴρ Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Πελοπν. (Ἦλ. Ξηροκ.): Αἴνιγμ. Ἔχω ἕνα bατέρα πὄχει τὰ γένιˬα ’ς τὴν κορφὴ (ὁ στάχυς) Ξηροκ. 13)Ὁ θύσανος τοῦ σπάδικος τοῦ ἀραβοσίτου Ἀθῆν. Ἁλόνν. Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Ἤπ. (Ἄγναντ.) Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Σέλιν.) Μακεδ. (Λιτόχ. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Ἦλ. Λεῦκτρ. Ὀλυμπ. Τριφυλ.) Σάμ. Στερελλ. (Λαφύστ. Χαιρῶν.): Τοὺ καλαμπού’ εἶι γιˬὰ κόψ’μου, ἅμα ξιραθῇ τοὺ γέ’ Ἁλόνν. Τὰ γένιˬα τ’ς ρόκας Μακεδ. Βράζαι κὶ τὰ γένιˬα ἀπ’ τοὺ καλαμπού’ Λιτόχ. Ἂν δὲ μπουρῇς νὰ κατουρήῃς, βράσι γένιˬα ἀποὺ καλαμπό’ κὶ πιˬὲ Χαλκιδ. Στρίβαμι τσιγάρ’ μὶ τοὺ γέ’ Λαφύστ. Συνών. μετάξι, μουστάκιˬα, φούντα. 14)Ὁ χνοῦς ἐπὶ τοῦ στελέχους τῆς ρίζης τοῦ καρποῦ τῆς μελιτζάνας (solanum melangena), τῆς οἰκογ. τῶν σολανιδῶν (solanaceae), τῆς τάξ. τῶν σωληνανθῶν (tubiflorae). 15)Οἱ κατὰ τὸν θερισμὸν τοῦ ἀγροῦ ἀφινόμενοι στάχυες εἴτε ἐκ προθέσεως ἕνεκα προλήψεως εἴτε κατὰ τύχην Πελοπν. (Βούρβουρ. Κλειτορ.): Τ’ ἀφεντικοῦ τὰ γένιˬα Βούρβουρ. Τοῦ ζευγολάτη τὰ γένιˬα Κλειτορ. 16)Αἱ πλοκαμοειδεῖς ἀποφύσεις ἐκ τῶν χειλέων τῆς τρίγλης καὶ ἄλλων τινῶν ἰχθύων, τὰ κοινῶς λεγόμενα μουστάκιˬα Ἐρείκ.-Λεξ. Βυζ.: ᾿Εβγάλαμε συναγρίδες καὶ ἕνα σαργοπαππᾶ μὲ γένιˬα Ἐρείκ. Πβ. τὸ παρ’ Ἀθην. 324f «τρίγλαν γενεᾶτιν». 17)Τὸ ἰνῶδες μέρος τοῦ πέπονος εἰς τὸ ὁποῖον περιέχονται οἱ σπόροι ᾿Αθῆν. Πειρ.: Μὲ τὰ γένιˬα μοῦ ’φερες νὰ φάω πεπόνι; Τὰ γένιˬα μὲ τοὺς σπόρους τοῦ πεπονιˬοῦ δῶσ’ τα ’ς τὶς κόττες. 18)Τὰ εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ ἀλέκτορος κρεμάμενα κάλλαια Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κύθν.: Τὰ γένιˬα τοῦ πετεινοῦ Κύθν. ᾿Éν-νιˬα τοῦ πετεινοῦ Ἔλυμπ. Συνών. λειρί. 19)Ὁ λωβὸς τοῦ ὠτὸς Πόντ. (Ἀμισ.): Τ’ ὠτοῦ τὸ γέν’. 20)Μικραὶ λωρίδες χάρτου, κρεμάμεναι ἀπὸ τὰ τρία νὴματα τοῦ χαρταετοῦ, τὰ ὁποῖα συνδέονται μετὰ τοῦ νήματος τοῦ χρησιμοποιουμένου διὰ τὴν ἀνύψωσιν αὐτοῦ Μακεδ. (Νιγρίτ.): Τὰ γένιˬα τοῦ παμποριˬοῦ (τοῦ χαρταετοῦ). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γένι Ἰκαρ. Γέ’ Λευκ. Στρατῆ Γένιˬα Πελοπν. (Τριφυλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA