ἀναματσώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναματσώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναματσώνω Δ.Κρήτ. ἀνεματσώνω Α.Κρήτ. Μέσ. ἀναματσώνουμαι Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ. τοῦ ρ. *ματσώνω.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) ᾿Απειλῶ τινὰ ὑψώνων ἀπειλητικῶς κατ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα ἢ ράβδον καὶ γενικῶς ἀπειλῶ Κρήτ.: Μὴ μ᾽ ἀναματσώνῃς, γιˬατὶ θὰ σὲ κοπανίσω. Τίνος ἀνεματσώνεις; θαρεῖς πῶς σὲ φοβοῦμαι; ᾿Ανεματσώνει νὰ τόνε χτυπήσῃ. Τὸ σκυλλάκι ἀνεματσώνει (γρυλίζει δεικνῦον τοὺς ὀδόντας). ǁ ᾊσμ. Ἡ ζουρίδα τοῦ γρυλλώνει κιˬ ἄρκαλος ἀνεματσώνει (ζουρίδα= εἶδος ἰκτίδος, ἄρκαλος=τρόχος). 2) Κτυπῶ Κρήτ.: Ὡστὸ νὰ τ’ἀνεματσώσω τρύπωξε. Συνών. δέρνω, χτυπῶ. Β) Μεσ. ἀμτβ. 1) Λαμβάνω στάσιν ἀπειλὴ τικὴν ἢ ἀμυντικὴν κατά τινος Πελοπν. (Μάν.): Κοίτα τὸν κοῦρο πῶς ἀναματσώνεται! Ἦρθε να με βαρέσῃ, ἀναματσωθηκα κ' ἐγὼ μ’ ἕνα κοdομάτσουκο. 2) Προσποιοῦμαι τὸν γενναῖον, κομπάζω Πελοπν. (Μάν) Συνών. *ἀνακαμπαρδώνω, ἀνακοκορεύομαι, ἀνακοκορώνομαι, ἀντρε͜ιεύομαι (ἰδ. ἀντρε͜ιεύω), κοκορεύομαι, συνών. φρ. κάνω τὸν παλληκαρᾶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA