ἀνάμερα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάμερα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάμερα ἐπίρρ. ᾿΄Ηπ. Πελοπν. (Λακων.) ΙΠολυλ Διηγ. 75-Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. ἀνάμιρα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάμερος.
Σημασιολογία
Εἰς τόπον ἀπομεμακρυσμένον πως, μακράν πως, κατὰ μέρος, κατ’ ἰδίαν, χωριστὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ ἔβαλα ἀνάμερα Ἤπ. Στάθηκα ἀνάμερα Λεξ. Πρω. Ἀνάμερα εἶναι τὸ σπίτι Λεξ. Δημητρ. Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ εἶναι ἀνάμερα Λακων. Εἰς τὸ μικρὸ προαύλι μιˬᾶς κατοικίας χαμηλῆς, εἰς τὴν ἄκρην καὶ ἀνάμερα τοῦ χωριˬοῦ…. ἐβοηθοῦσε τὸν ἄντρα της νὰ φορτώσῃ τὸ ἄλογό του ΙΠολυλ. ἔνθ᾽ ἀν. ǁ Φρ. Πῆγα ἀνάμερά μου (ἀπεχωρίσθην τῶν οἰκείων καὶ κατῲκησα μακράν) Κακων. Συνών. ἀπόμερα, παράμερα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA