ἀναμεριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμεριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμεριˬάζω Ἤπ.Κερκ.Λευκ.-ΙΠολυλ Διηγ.71-Λεξ. Αἰν. Δημητρ. ἀνιμιριˬάζου Θρᾴκ. (Καλλίπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνάμερα.
Σημασιολογία
1) Μετβ. διευθετῶ, τακτοποιῶ Θρᾴκ. (Καλλίπ.)-Λευκ.Λεξ. Αἰν. Δημητρ. : ’Αναμέριˬασε τὰ πράματα Λευκ. Ἀναμέριˬασε τὰ ἔπιπλα Λεξ. Δημητρ. 2) ᾿Αμτβ. Μεταβάλλων θέσιν στέκω κατὰ μέρος, ἀπομακρύνομαί πως τῆς θέσεώς μου Ἤπ. Κέρκ. Λευκ.-ΙΠολυλ. ἐνθ’ ἀν.-Λεξ.Αἰν. : Ἀναμεριˬάστε νά περάσω Ἤπ. Ἅμα τἠν εἶδαν οἱ ἄλλες γυναῖκες, ἀναμέριˬασαν ὅλες κ᾽ ἐκοίταζαν ἡ μιˬὰ τὴν ἄλλην κ᾿ ἐκρυφομιλοῦσαν μεταξύ τους ΙΠολυλ. ἔνθ᾽ ἀν. Μετοχ. ἀναμεριˬασμένος=παρηγκωνισμένος, τὸ δὲ θηλ. ἀναμεριˬασμένη ἐπὶ κόρης τῆς ὁποίας ὑπανδρεύθησαν αἱ νεώτεραι ἀδελφαί, ἐνῶ αὐτὴ μένει ἄγαμος Λεξ. Δημητρ. Συνων. παραμερίζω. β) κλίνω πρὸς τὸ ἓν μέρος Λεξ. Δημητρ.: Ἀναμεριˬάζει λίγο ἡ παράγκα. Πβ. ἀναμερίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA