ἀνάμεσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάμεσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάμεσα ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων. ἀναμεσὰ Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ἀνάμισα βόρ. ἰδιώμ. ἀνάμ’σα Καππ. (Σίλ.) ’νάμεσα Καππ. (Φάρασ.) ᾿νεμέσα Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀνάμεσα.
Σημασιολογία
1) Μεταξὺ (α) Τοπικῶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων.: Ἀνάμεσα σὲ δυˬὸ βουνὰ-σὲ δυˬὸ χωριˬὰ- ᾿ς τὰ φρύδιˬα- ’ς τὰ χωράφιˬα- ’ς τὰ χόρτα κττ. ᾿Ανάμεσα ’ς τὸν κόσμο κοιν. Ἀνάμεσα λιμανάκι καὶ κάβο Σιφν. ’Ανάμεσα Κρήτη καὶ Πελοπόννησο Κρήτ. ᾿Ανάμεσα τοῦ σπιτιˬοῦ καὶ τοῦ περιβολιˬοῦ Χίος ’Σ σὰ φρύδ ᾿τ᾿ς ἀνάμεσα ἔ’ ἐλαία Ὄφ. ᾿Ανάμεσα ’ς σὰ δόντ μ᾽ ἐσέβεν κρέας Τραπ. Χαλδ. ᾿Ανάμεσα ὰ καδία (κλαδιὰ) Τσακων. Τ’ν ἔχουσι τ᾿ μαχιρεˬὰ ἀνάμισα ’ς τὰ δίπλατα Στερελλ. (Αἰτωλ.) «’Εκινδύνευε νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ κῦμα ἡ μικρὴ βάρκα…. πλέουσα ἀνάμεσα εἰς βουνὰ κυμάτων» ΑΠαπαδιαμ. Νοσταλγ. 93 Τὰ ζὰ βόσκουνταν ᾿ς σὰ χωράφ ἀνάμεσα κιˬάν᾽ (μεταξὺ τῶν χωραφιῶν μὲ διεύθυνσιν πρὸς τὰ ἄνω) Χαλδ.‖ Φρ. Ἀνάμεσα σὲ δυˬὸ ψωμιὰ (μετὰ τὴν περυσινὴν ἐσοδείαν καὶ πρὸ τῆς νέας) Ἤπ. ἀνάμεσα ’ς τ’ ἄλλα (πλὴν τῶν ἄλλων, οἷον: ἀνάμεσα ᾽ς τ᾽ ἄλλα δὲν ἔχουμε καὶ λᾴδι- δὲ μοῦ μιλεῖ κττ.) Κεφαλλ.‖ ᾊσμ. Καταμεσής τοῦ δρόμου του, ἀνάμεσ' ἀπ’ τὸ ψίκι, πουλλάκι πῆγε κ᾿ ἔκατσε 'ς τοῦ Κωσταντῆ τὴ σέλλα Ἤπ. Τὸν ἥλον βάλλει πρόσωπον, τὸν φέγγον ἐπικάρδ καὶ τ᾿ ἄστρον τὸ ἑίαστρον ἀνάμεσα 'ς τ’ ὀφρυδα ᾽τ᾿ς (βάλλει τὸν ἥλιον πρόσωπον, τὸ φεγγάρι εἰς τὸ στῆθος καὶ τὴν πούλεια ἀνάμεσα εἰς τὰ φρύδια της) Τραπ. ᾿Ανάμεσα τρεῖς θάλασσες, Κασσάντρα κίˬ Ἅγιˬον Ὄρος βγῆκαν δυˬὸ ἄστρα λαμπερὰ κ’ ἦταν καὶ θολωμένα Ἤπ. Ἀνάμεσα τῶν λεμονιˬῶν τιˬ ἀνάμεσα τοὺς τίτρους (κίτρα) Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Χρον Μορ Η στ. 2582 (ἔκδ. JSchmitt) «ἀρκεῖ καὶ σώζει νὰ γενῇ εἰρήνη καὶ φιλία | ἀνάμεσα γὰρ εἰς τοὺς δύο ἀφέντες τῆς Ρωμανίας». (β) Χρονικῶς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Ἐκεῖ ’ς σὰ ἡμέρας ἀνάμεσα κέσ’ (μεταξύ που τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας) Χαλδ β) Μετὰ προσωπικῶν ἀντων. πρὸς ἀλλήλους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Νάξ. Ποντ (Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Χίος: Λέν ἀνάμεσά dωνε Νάξ. Εἶχαν χορὸν ἀνάμεσά τους Χίος Εἶπαν ἀνάμεσα ’τουν Χαλδ. Εἶπαν ἀνάμισά τ᾿ς ᾿Αδριανούπ. Ἔχ’νε χολὴν ἀνάμεσά ’τουν (εἴναι ὠργισμένοι ὁ εἴς κατὰ τοῦ ἄλλου) Τραπ. 2) Εἰς τὸ μέσον, διὰ μέσου (α) Τοπικῶς πολλαχ.: Ἀνάμεσα τοῦ κάμπου Σύμ. Ἀνάμεσα ᾿ς τὸ πέλαγος αὐτόθ. ᾿Ανάμεσα ᾿ς τἠ θάλασσα Βιθυν. ‖ ᾊσμ. Καῖ παίρνει καὶ τσοὶ βάγιˬες τση, τὴν ἄμμο ἄμμο πάει, θωρεῖ καράβιν ὄμορφο ἀνάμεσα πελάγους Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διγεν ᾿Ακρίτ. στ. 1089 (ἐν Λαογρ 3,584) «ἀνάμεσα γὰρ τῆς ὁδοῦ καθὼς ἐπερπατοῦσαν, | φωνὴ παρὰ τοῦ δράκοντος εἰς τὸν ’Ακρίτην ἦλθεν». (β) Χρονικῶς πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): ᾿Ανάμεσα’ς τὸ χρόνο πολλαχ. ᾿Ανάμεσα τὴ βδομάδα-τὸ χρόνο Τῆν ‖ ᾊσμ. Πέρασαν χρόνιˬα δώδεκα, ’ς τοὺς δεκατρεῖς ᾿νεμέσα ἡ μάννα τ᾿ ἀναστέναξε ᾿ς τὰ μαῦρα βουτημένη Σινασσ. Ἡ μάννα της τὴν ἄκουσε ’ς τὸν ὕπνο της ’νεμέσα αὐτόθ. 3) Οὐσ., τὸ μέσον Πόντ.(Χαλδ.): Ἐθερίεν τ᾽ἀνάμεσα τῆ χωραφί’ κ’ ἐπέμ’ναν τ᾽ ἄκρας (ἐθερίσθη τὸ μέσον τοῦ ἀγροῦ καὶ ἔμειναν αἱ ἄκραι). Πβ. ἀναμεσῆς, ἀναμεσικῶς, ἀναμεσοθεˬό, ἀνάμεσον, ἀναμεσόντας, ἀναμεσῶς, ἀναμεταξύ, μεταξύ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA