ἀναμεσάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμεσάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναμεσάδα ἡ, Κρήτ -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ ἀνάμεσα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -άδα (Ι).

Σημασιολογία

1) Τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων διάστημα Κρήτ.: ’Σ τὴν ἀναμεσάδα δυˬὸ βουνῶν-δυˬὸ δεdρῶ-δυˬὸ χωραφιˬῶ κττ. ‖ ᾊσμ. Παιδιˬά, κ’ εἶdα γινήκανε τοῦ κόσμου οἵ--ἀdρειωμένοι, μουιˬδὲ ᾽ς τσοὶ μέσες φαίνουdαι μουιˬδὲ τσ᾿ ἀναμεσάδες Συνών. ἀναμεσαρεˬὰ 2. 2) Ἡ ἐκ δέρματος ζώνη ἡ χρησιμεύουσα ὡς ὁπλοθήκη Λεξ. Δημητρ.: Γέμισε φουσέκιˬα τὴν ἀναμεσάδα του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/