ἀναμεσοθεˬὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμεσοθεˬὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀναμεσοθεˬὸ ἐπιρρ. Νάξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ *ἀναμεσόθεν.
Σημασιολογία
᾿Αναμεταξύ των, πρὸς ἀλλήλους: ᾿Ετρώουντανε ἀναμεσοθεˬό τωνε. Ἤτανε φόβος νὰ σφαοῦνε ἀναμεσοθεˬό τωνε. Σκοτωθήκανε καὶ οἱ δυˬὸ ἀναμεσοθεˬό τωνε. Πβ. ἀνάμεσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA