ἀναμετρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμετρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμετρῶ Κέρκ. Πελοπν. (Δημητσάν.) κ.ἀ. -ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 41 ΑΜαγγανάρ. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 208
Ετυμολογία
Τὸ άρχ. ἀναμετρῶ.
Σημασιολογία
1) Ὑπολογίζω τι καλῶς Πελοπν. (΄Δημητσάν.) κ. ἀ. –Κπαλαμ. ἔνθ’ ἀν. ΑΜαγγανάρ. ἔνθ’ ἀν.: Καὶ ὅλη μου τὴν ὁρμὴ τὴ μάζωνα καὶ τὴν ἀναμετροῦσα γιˬὰ νὰ χυθῶ ΚΠαλαμ ἔνθ’ ἀν. ‖ Παροιμ. Ἔδινε κρίθινο ψωμὶ καὶ τὸ ἀναμετροῦσε (ἐπὶ ἀστοργίας μητρυιᾶς πρὸς τὴν προγονὴν) Δημητσάν. ‖ Ποιημ. Ἡ ἀνάγκη μᾶς καλεῖ νἀ ξαποστάσουμε, συντρόφισσα, γιˬὰ μιˬὰ στιγμὴ μονάχα καὶ θά ’ναι λογικό ν᾿ ἀναμετρήσουμε πόσος ἀκόμα δρόμος μένει τάχα ΑΜαγγανάρ. ἔνθ’ ἀν. 2) Μέσ. σκέπτομαι, συλλογίζομαι Κέρκ.: ᾿Εστάθηκε μιˬὰ στιγμὴ σιωπηλὸς καὶ ἀναμετρε͜ιότουν τί ἔπρεπε νὰ κάμῃ (ἐκ διηγ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA