βουρζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουρζω Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) Μέσ. βουρσκομαι Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ.) βουρσκουμαι Πόντ.(Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ) βουργουμαι Πόντ. βουρχνομαι Πόντ. (Οἰν. κ. ἀ.) βουρχκουμαι Πόντ.(Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. *βουριˬάζω<οὐσ. βούρα.

Σημασιολογία

1) Βουράζω, ὃ ἰδ. ἔνθ᾽ ἀν. : Βουρσκουμαι τὰ λιθάρ – τὰ χώματα κττ. Τραπ. Χαλδ. Ἐβουράστεν τὰ μαλλία μ᾿ (μὲ ἤρπασεν ἀπὸ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς) Κοτύωρ. β) Δίδω μὲ τὴν φούχταν Πόντ. (Χαλδ.) : Ἐβουρίασεν ἀτον τὰ λίρας (τοῦ ἔδωσε μὲ τὴ φούχτα τὰς λίρας). 2) Ξαίνω ἐκ νέου τὰ ὑπολείμματα τοῦ κανναβίου τὰ συναγόμενα ἀπὸ τὸ λανάρι Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/