ἀργυρένιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυρένιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργυρένιˬος ἐπίθ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Λάστ.) κ.ἀ. ἀργυρένιˬους Μακεδ. (Φλόρ.) ἀργυλένιˬος Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς κατὰ τὰ λοιπὰ εἰς -ένιˬος ἐπίθ. τὴν ὕλην δηλοῦντα, ὡς ἀσημένιˬος, μαρμαρένιˬος, σιδερένιˬος κττ. Πβ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,118.

Σημασιολογία

Ὁ ἐξ ἀργύρου κατεσκευασμένος, ἀργυροῦς ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ραβδί μου τ' ἀργυλένιˬο Μάν. || ᾌσμ. Παίρνει ἀργυρένιˬο μαστραπᾶ, ᾿ς τὸ περιβόλι μπαίνει καὶ μὲ τὸ κρυονέρι της παίρνει καὶ τὸν πηγαίνει (μὴ γραπτέον: κιˬ ἀπὸ τὸ κρυονέρι του;) Σωζόπ. Κιˬ ἅπλουσι τὰ χιράκιˬα σου ’ς τοὺν ἀργυρένιˬου κόρφου (Φλόρ.) Τὸ θηλ. ’Αργυρένιˬα καὶ ὡς κύριον ὄν. Κρήτ. Συνών. ἀργύρινος, ἀργυρίτικος, ἀσημένιˬος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/