γενικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γενικὰ ἐπίρρ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐδ. τοῦ ἐπιθ. γενικός.

Σημασιολογία

Κατὰ γενικὸν τρόπον, καθολικῶς, ἀνεξαιρέτως, συνολικῶς: Γενικὰ ἔχει δίκιˬο. Ἐξετάζει τὸ ζήτημα γενικά. Ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι. Ἡ ὑγεία του γενικὰ εἶναι καλή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/