γενικῶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενικῶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γενικῶς ἐπίρρ. λόγ. κοιν. καὶ δημ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γενικός.

Σημασιολογία

Κατὰ τρόπον γενικὸν λόγ. σύνηθ.: Γενικῶς ὁ καιρὸς εἶναι καλὸς λόγ. σύνηθ. Μωρέ, οὕλες οἱ γυναῖκες γενικῶς εἶναι νὰ μὴ τσὶ πιστεύῃς Κεφαλλ. Ἠγλεντούζανε τότες γενικῶς Κίμωλ. || ᾎσμ. Ὅλοι καλῶς ὡρίσατε, | ὅλοι κοινῶς καὶ γενικῶς (ἐκ μοιρολ.) Κίτ. Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/