γενιˬοκρατῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενιˬοκρατῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γενιˬοκρατῶ ἀμάρτ. γενιˬοκρατε͜ιῶμαι Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) γενιˬοκρατε͜ιοῦμαι Ἰ.Πολυλ., Διηγ., 52.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γενιˬὰ καὶ τοῦ ρ. κρατῶ.
Σημασιολογία
Κατάγομαι ἔκ τινος γενεᾶς ἔνθ’ ἀν.: Ἐγὼ γενιˬοκρατε͜ιοῦμαι ἀπ’ ἐκεῖνον τὸν Μιχαὴλ Ἰ.Πολυλ., ἔνθ’ ἀν || ᾎσμ. Κιˬ ἀφοῦ τὸν ἐλαβώσανε, τόνε ψαχνορωτᾶνε, μὰ δὲ μᾶς λὲς γιˬανίτσαρη, ποῦθε γενιˬοκρατε͜ιέσαι; Ἀργυρᾶδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA