ἀναμιλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμιλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμιλῶ, ᾽νεμιλῶ Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. μιλῶ.
Σημασιολογία
᾿Αναφέρω, ἐπαναλαμβάνω : ᾎσμ. ’Σ τὸν ὕπνον μου παραμιλῶ, ’ς τὸν ὕπνον μου φωνάζω καὶ τ’ ὄνομά σου ᾽νεμιλῶ κιˬ ὅλο καὶ ᾿νεστενάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA