γενιτσάραγας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενιτσάραγας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γενιτσάραγας ὁ, Ἤπ. Κρήτ. γιˬανιτσάραγας Κρήτ.-Ἰ.Δραγούμ., Σαμοθράκ2, 78.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν Τουρκ. yeniҫeri=γενίτσαρος καὶ ağasi=ἀρχηγὸς τῶν γενιτσάρων. Παρὰ Σομ. ὁ τύπ. ντζαντσάραγας, ἐξ ἐπιστολῆς δὲ τοῦ 1715 ὁ τύπ. γενιτζαραγασῆ ὁ, É. Leogrand, Biblioth. gr. vulg, 4, 149 «ὁ γενιτζαραγασῆ χωρὶς φερμάνι δὲν ἐβγαίνει νὰ στείλῃ γενιτζάρην ἔξω».
Σημασιολογία
Ὁ ἀρχηγὸς γενιτσάρων ἔνθ’ ἀν.: Καὶ δὲ μοῦ λὲς ποῦθ’ ἔναι ἡ πατρίδα σου, π’ ἔτσι μιλεῖς ’ς ἕνα γενιτσάραγα; Κρήτ. || ᾌσμ. Πέντε πασᾶδες τὴν κρατοῦν καὶ δέκα γενιτσάροι κιˬ ἀτὸς τ’ ὁ γιˬανιτσάραγας κρατᾷ την ἀπ’ τὸ χέρι Ἰ.Δραγούμ., ἔνθ’ ἀν. Dύνει τσι κιˬ ἀρματώνει τσι τσὶ γενιτσαραγᾶδες· ’ς τὴ στρατ’ ἀποὺ πορίζανε ρωτοῦν γιˬὰ τσὶ φονιˬᾶδες (πορίζανε=ἐξήρχοντο) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA