ἀναμο͜ιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμο͜ιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμο͜ιάζω Κρήτ. ἀναμνο͜ιάζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ μο͜ιάζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Αμτβ. εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω πρός τινα: Θωρῶ ἐκέ ᾽να gωπέλλι κιˬ ἀναμνο͜ιάζει τοῦ δικοῦ σου (ἐκέ₌ἐκεῖ). Συνών. μο͜ιάζω. 2) Μετβ. εὑρίσκω ὁμοιότητάς τινος πρὸς ἄλλον: Δὲ dὸν ἀναμνο͜ιάζω μἐ κιˬἀνένα. Συνων. παρoμo͜ιάζω, σουσσουμιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/