ἀναμολάδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμολάδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναμολάδιν τό, ἀναμιλάδιν Λυκ. (Λιβύσσ) ᾿νεμιλάδι Τῆλ. ᾿νεμελάδι Νίσυρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ *ἀναμολάδα.
Σημασιολογία
Παραφυὰς ἐνθ’ ἀν.: ᾎσμ. ᾿Εμόλυκεν ἡ καρυδεˬὰ κ᾿ ἔβγαλε ’νεμελάδιˬα, ποῦ -ν-την ἔτριγυρίσασιν ἔμορφα πολληκάριˬα Νίσυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA