γενιτσαράκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενιτσαράκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γενιτσαράκος ὁ, ἀμάρτ. γινιτσαράκους Στερελλ. (Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γενίτσαρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκος
Σημασιολογία
Ὁ μικρᾶς ἡλικίας γενίτσαρος: ᾎσμ. Ἦρθ’ ἕνας γινιτσαράκους δώδικα χρουνοῦ ’ς τοὺ μάρμαρου πατάει κιˬ ἔβγαζι νιρό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA