γενιτσαριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενιτσαριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γενιτσαριˬὰ ἡ, Ἤπ. Ἴος Κρήτ. γεν-νιτσαριˬὰ Κάρπ. Νίσυρ. γενιτσαρία ᾽Επετ. Παρνασσ. 12 (1916 ), 103 γιˬανιτσαριˬὰ Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γενίτσαρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Πλῆθος γενιτσάρων, οἱ γενίτσαροι ἔνθ’ ἀν.: Μακαρία τοῦ Σουλτάνου Μαχμούτη, ποὺ ξέβγαλε τὴ γιˬανιτσαριˬὰ Κρήτ. || ᾌσμ. Νὰ μὴ μᾶς πάρουν ἡ Τουρκιˬὰ, | μᾶς γράψουν ’ς τὴ γενιτσαριˬὰ Ἤπ. Κάνει σταφύλι ροζατσὶ καὶ τὸ κρασί του μέλι τὸ πίνει ἡ γενιτσαριˬὰ τσαὶ πά’ νὰ πολεμήσῃ Ἴος. 2) Ἡ περίοδος καθ’ ἣν ἐκορυφώθη ἡ δρᾶσις τῶν γενιτσάρων, ἰδίως μετὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1770 Κρήτ. Συνών. γενιτσαρισμὸς 1, ξεκουκουλοσύνη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA