γενιτσαρισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενιτσαρισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γενιτσαρισμὸς ὁ, Λεξ. Δημητρ. γιˬανιτσαρισμὸς Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *γενιτσαρίζω

Σημασιολογία

1) Γενιτσαριˬὰ 2 Κρήτ.: Κατέχεις το πὼς ἦτον ἀκόμης γιˬανιτσαρισμὸς εἰς τὴ Gρήτη, ὅdεν ἐγεννήθηκα. 2) Αὐθαιρεσία, πρᾶξις σκληρὰ ἢ συμπεριφορὰ αὐθάδης καὶ παράνομος, ἁρμόζουσα εἰς γενιτσάρους Λεξ. Δημητρ.: Ἄς λείπουν οἱ γενιτσαρισμοί. Συνών. γενιτσαρλίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/