βούρβουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούρβουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βούρβουλο τό, Ἤπ. βούρβουλου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βράβυλον=εἶδος ἀγρίου δαμασκήνου. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογ. Δημώδ. 7.

Σημασιολογία

Ὁ καρπὸς τῆς βουρβουλεˬᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/