γεννηματόξυση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννηματόξυση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεννηματόξυση ἡ, ἀμάρτ. ’εννηματόξυση Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γέννημα καὶ ξύση.

Σημασιολογία

Κνησμὸς προκαλούμενος ἐκ τῆς ἐπαφῆς τοῦ δέρματος τοῦ ἀτόμου μετὰ σμιγοῦ καρποῦ, ὑποστάντος φθειρίασιν: Μιˬὰ ξύση μὲ βαστᾷ καὶ πάω χαμένη. Πὰ νά ’ναι ἡ ’εννηματόξυση; (πὰ=μήπως, ἴσως). Συνών. ξύση, φαγούρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/