γεννηματοπεταλούδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννηματοπεταλούδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεννηματοπεταλούδα ἡ, ἀμάρτ. ’εννηματοπεταούδα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γέννημα καὶ πεταλούδα.
Σημασιολογία
Τὸ ἔντομον ὁ ἀλουκίτης τῶν σπερμάτων (alucitus granella), οὗτινος ἡ κάμπη προσβάλλει τὰ σιτηρὰ ὀλίγον πρὸ τοῦ ἁλωνισμοῦ: Θαρεῖ κἀνεὶς πὼς εἶναι ’εννηματοπεταούδα τούτη· ’ιˬὰ ’δὲ καὶ θὰ πεταουδιˬάσα dὰ ’εννήματα πρὶ d’ ἁωνέψωμε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA