Βούργαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βούργαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Βούργαρος ὁ, Βούλγαρος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) Βούλγαρους Μακεδ. (Βέρ.) κ. ἀ. Βούργαρος σύνηθ. Βούργαρους βόρ. ἰδιώμ. Βούρκαρος Κύπρ. Βούλγαρης Πελοπν. (Σουδεν.) Βούργαρης Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) κ.ἀ. Βούρκαρης Κύπρ. Βουργάρης Στερελλ. (Ναύπακτ) κ. ἀ. Βοργάρης Ἀττικ. Στερελλ. (Παρνασσ.) κ. ἀ.-Λεξ. Βλαστ. Γούργαρης Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Θηλ. Βουλγάρα σύνηθ. Βουργάρα σύνηθ. Γουργάρα Κεφαλλ. Πελοπν. (Κόκκιν. Λογγ. Παππούλ. Συκεὰ Κορινθ. Σουδεν. Τρίκκ. Χατζ.) Βουργαρῖνα Κεφαλλ. Γουργαριˬὰ Κεφαλλ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐθνικὸν ὄν. Βούργαρος. Πβ. καὶ ΣΜενάρδ. ἐν Λαογρ. 7 (1923) 48.

Σημασιολογία

1) Ὁ κάτοικος τῆς Βουλγαρίας σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) : Φρ. Σὰν τὸν Βούρκαρην ἢ ἔν’ τέλεια Βούρκαρος (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀπλήστου, ἀγροίκου, σκαιοῦ καὶ ἀφιλοξένου) Κύπρ. ‖ Παροιμ. Βούλγαρο ἂν κάμῃς φίλο, | βάστα καὶ κομμάτι ξύλο (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀδιακρίτου καὶ ὀχληροῦ εἰς τὰς πρὸς τοὺς ἄλλους σχέσεις του) Βάρν. Ὅταν τοῦ γουρουνιˬοῦ ἡ τρίχα γί’ μετάξ’, τότες κιˬ ὁ Βούργαρος θὰ μάθῃ τὴν τάξ’ (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀγροίκου ἀνεπιδέκτου μορφώσεως καὶ πολιτισμοῦ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Εἶνι Βούλγαρους ἀνάλατους κὶ κρουμ’δουκέφαλους (μωρός, ἀνόητος) Βέρ. Ξέρ’ ὁ Βούργαρης πο͜ιὸ 'ν’ τὸ κυδωνᾶτο; (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀγροίκου μὴ δυναμένου νὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ἀξίαν πράγματός τινος) Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) ‖ ᾌσμ. Πᾶρ’τα, Γουργάρα, μιˬὰ βραδε͜ιὰ νὰ κοιμηθοῦμ’ ἀdάμα Κεφαλλ. Ὁ νεˬὸς ἀποκοιμήθηκε τσῆ Γουργαριˬᾶς τσ᾿ ἀgάλες καὶ τὸ πρωὶ σηκώθηκε σὰ μῆλο μαραμμένο αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. (κατ᾿ ἀρχὰς σκωπτικὸν παρων.) ὑπὸ τὸν τύπ. Βούλγαρης Κέρκ. Παξ. Βούργαρης Σῦρ. Βούργαλης Χίος, ὡς παρων. Γούργαρης Πελοπν. (Καλάβρυτ.), ὡς τοπων. Βούργαρης Θεσσ. (Ἐλασσ.) τῶν Βουργάρω Σίφν. Βούργαρο Στερελλ. (Δεσφ.) Βουργάρο Κρήτ. Βουργαρῖνα Κεφαλλ. β) Μεταφ. ἄνθρωπος ἀγροῖκος, βάρβαρος. ἀπολίτιστος ἢ ἰσχυρογνώμων, πείσμων) σύνηθ. 2) Ὄνομα ποιμενικοῦ κυνὸς Πελοπν. (Βασαρ.) 3) Θηλ. Βουργάρα ἢ Γουργάρα, ἡ χλωρὰ μαύρη Κορινθιακὴ σταφὶς Κεφαλλ. 4) Θηλ. Γουργάρα, εἶδος θαλασσίου ὀστράκου Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) 5) Ὑπὸ τοὺς τύπ. Βούργαρος, Βουργάρης, Βοργάρης, Βουλγάρα, Βουργάρα καὶ Γουργάρα τὸ πτηνὸν μελλισουργὸς ἢ μελισσοφάγος (merops apiaster) Ἀττικ. Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Πελοπν. (Κόκκιν. Λογγ. Παππούλ. Τρίκκ. Σουδεν. Χατζ.) Στερελλ. (Δεσφ. Ναύπακτ.) Συνών. βουργαρίτσα, βουργαρόπουλλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/