ἄφωνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφωνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄφωνος ἐπίθ. κοιν. ἄφουνους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄφωνε Τσακων. ἄφανος Θρᾴκ. (Τσακίλ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄφωνος.
Σημασιολογία
1) Ἀφωνόλαλος 2, ὅ ἰδ., κοιν. καὶ Τσακων.: Φρ. Ἔβγαλε τ᾽ ἄφωνο ἀπομέσα του (ἐσυκοφάντησε, διέβαλε. τ’ ἄφωνο ἐνν. πρᾶγμα) Ζάκ. 2) Ὁ καθ’ ὅν δὲν ἀκούεται φωνὴ Πελοπν. (Γορτυν. Κάμπος Λάκων. κ.ἀ.): Φρ. Ἄφωνη νύχτα (ἡ μακρὰ χειμερινὴ νὺξ) Κάμπος Λακων. Ἄφωνη ὥρα (τὸ μεσονύκτιον) Γορτυν. Δέησι ἄφωνη (σιωπηλὴ, μυστικὴ) ΚΠαλαμ. Ὕμν. ᾿Αθην.2 66. 3) Θηλ. ἄφωνη οὐσ., ἡ πρὸ τῆς φωνῆς τοῦ ἀλέκτορος ὥρα τῆς νυκτὸς ΝΠολίτ. Παραδ. 2,1256.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA